αγριοκοίταγμα

αγριοκοίταγμα
το [αγριοκοιτάζω]
άγριο κοίταγμα, βλοσυρό βλέμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγριοκοιτάζω — και κοιτώ κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρημα άγρια + κοιτάζω. ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά] …   Dictionary of Greek

  • αγριοκοιταξιά — η [αγριοκοιτάζω] το αγριοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek

  • αγριοκύτταγμα — αγριοκυττάζω κ.λπ. βλ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιτάζω κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αγριοματιά — η [αγριομάτης] το αγριοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek

  • αγριοξάνοιγμα — το [αγριοξανοίγω] το αγριοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”